- ανθρωποδαίμων
- ο, η (AM ἀνθρωποδαίμων)μσν.- νεοελλ.αυτός που είναι κατά το μισό δαίμονας, διάβολοςαρχ.άνθρωπος και θεός, ήρωας, άνθρωπος που έχει αποθεωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρωποδαίμων — man god masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποδαίμονες — ἀνθρωποδαίμων man god masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek